επιμελούμαι

επιμελούμαι
επιμελούμαι, επιμελήθηκα, επιμελημένος βλ. πίν. 74

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επιμελούμαι — (AM ἐπιμελοῡμαι, έομαι Α και ἐπιμέλομαι) [μέλω] φροντίζω, καταγίνομαι με κάτι με ενδιαφέρον και προθυμία, επιστατώ (α. «τὰ τῶν θεῶν ἐπιμελούμεθα», Ευρ. β. «περὶ τῆς ὑμετέρας ἀσφαλείας ἐπιμελούμενον», Ξεν.) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.)… …   Dictionary of Greek

  • επιμελούμαι — επιμελήθηκα, επιμελημένος, μτβ. 1. φροντίζω για κάτι, καταγίνομαι με ενδιαφέρον και προθυμία σε κάτι, προσέχω: Επιμελείται τα μαθήματά του. 2. η μτχ. παθ. πρκ., επιμελημένος, η, ο που έγινε με μεγάλη προσοχή και πολύ ενδιαφέρον, περιποιημένος,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιμελοῦμαι — ἐπιμελέομαι take pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλεγύνω — ἀλεγύνω (Α) [αλέγω] (επικό ρήμα που χρησιμοποιείται μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό) 1. φροντίζω, επιμελούμαι 2. (για φαγητά) ετοιμάζω, παρασκευάζω …   Dictionary of Greek

  • αντεπιμελούμαι — ἀντεπιμελοῡμαι ( έομαι) και ἀντεπιμέλομαι (Α) επιμελούμαι, φροντίζω κι εγώ με τη σειρά μου, ανταποδίδω τη φροντίδα …   Dictionary of Greek

  • διαχειρίζομαι — (ΑΝ) και διαχειρίζω (AM) και διαχειρώ (Α) 1. κρατώ στα χέρια μου, μεταχειρίζομαι, διευθύνω 2. επιτροπεύω, επιμελούμαι (μσν. ενεργ. αρχ. μέσ.) σκοτώνω …   Dictionary of Greek

  • επιμέλημα — ἐπιμέλημα, τὸ (Α) [επιμελούμαι] το αντικείμενο τής φροντίδας, η απασχόληση …   Dictionary of Greek

  • επιμέλησις — ἐπιμέλησις, ἡ (Α) [επιμελούμαι] πρόσθετη προφύλαξη …   Dictionary of Greek

  • επιμελής — ές (AM ἐπιμελής, ές) [επιμελούμαι] αυτός που ασχολείται με ιδιαίτερη φροντίδα με κάτι, εργατικός (α. «επιμελής μαθητής» β. «ἐπιμελὴς ἀγαθῶν», Πλάτ. γ. «ἢν ἐπιμελὴς ὦ καὶ προθύμως μανθάνω», Αριστοφ.) αρχ. 1. αυτός για τον οποίο φροντίζει κανείς… …   Dictionary of Greek

  • επιμελητής — ο (θηλ. επιμελήτρια) (AM ἐπιμελητής) [επιμελούμαι] ο αρμόδιος για την επιμέλεια, την επιστασία (α. «επιμελητής αρχαιοτήτων» β. «τῶν τῆς πόλεώς εἰμ’ ἐπιμελητὴς πραγμάτων», Αριστοφ. γ. «ἀπολιπὼν ἐπιμελητήν τῆς Τριφυλίας Λάδικον», Πολ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”